ακτινομετρία

ακτινομετρία
η
(φυσ.), κλάδος της φυσικής που ασχολείται με τη μέτρηση της ηλιακής ακτινοβολίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακτινομετρία — η(Μετεωρ.) η μέτρηση τής εντάσεως ακτινοβολιών και ιδιαίτερα τών ηλιακών. Για τη μέτρηση τής ηλιακής ακτινοβολίας, που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μετεωρολογία και την κλιματολογία, χρησιμοποιούνται διάφορα όργανα, που χαρακτηρίζονται …   Dictionary of Greek

  • ακτινομετρικός — ή, ό ο σχετικός με την ακτινομετρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακτινομετρία, πρβλ. αγγλ. actinometric] …   Dictionary of Greek

  • -μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… …   Dictionary of Greek

  • ακτίνα — Μια από τις φωτεινές γραμμές που εκπέμπονται από ένα φωτεινό σώμα (π.χ. οι α. του ήλιου). Γενικά, κάθε φανταστική γραμμή που ξεκινά από ένα κεντρικό σημείο προς κάθε διεύθυνση (π.χ. οπτική α.). Η έκταση έως την οποία μπορεί να φτάσει κάποια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”